- νεοσυλλέκτου
- νεοσύλλεκτοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψάρακας — ο, Ν 1. (μεγεθ.) μεγάλο ψάρι, ψαρούκλα 2. (σκωπτικά) υποτιμητική προσφώνηση νεοσύλλεκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας)] … Dictionary of Greek
ψαρούκλα — η, Ν 1. (μεγεθ.) μεγάλο ψάρι 2. στρ. σκωπτική προσφώνηση νεοσυλλέκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβ. χερ ούκλα)] … Dictionary of Greek
Ερκμάν-Σατριάν — (Érckmann Chatrian). Όνομα με το οποίο υπέγραφαν τα έργα που έγραφαν μαζί δύο Γάλλοι συγγραφείς αλσατικής καταγωγής: ο Εμίλ Ερκμάν (Emile Erckmann, Φάλσμπουργκ, Μερτ 1822 – Λινεβίλ 1899) και ο Αλεξάντρ Σατριάν (Alexandre Chatrian, Σολντάτενταλ,… … Dictionary of Greek
Ρεπίν, Ιλία Γεφίμοβιτς — (Κουγκούγιεφ, Χάρκοβο 1844 – Κουοκάλα, Φιλανδία 1930). Ρώσος ζωγράφος. Πρώτος του δάσκαλος στην τέχνη ήταν ένας ζωγράφος εικόνων, ο Μπουκάνοφ. Στην αρχή φοίτησε στη Σχολή Σχεδίου της Πετρούπολης (1863) και στη συνέχεια σπούδασε ζωγραφική στην… … Dictionary of Greek
Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε … Dictionary of Greek